Νίκος Παναγιωτόπουλος για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία: Ορατός ο κίνδυνος εξάπλωσης της κρίσης

Την εκτίμηση ότι είναι ορατός ο κίνδυνος για περαιτέρω εξάπλωση της Ουκρανικής κρίσης, μετά την ρωσική εισβολή, εξέφρασε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, κατά την συζήτηση επίκαιρης ερώτησης του βουλευτή του ΚΙΝΑΛ Βασίλη Κεγκέρογλου. Τόνισε δε ότι οι εξελίξεις στην Ουκρανία αναδεικνύουν πλέον επιτακτικά την ανάγκη για ουσιαστική ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία όσον αφορά στη λήψη αποφάσεων, τις επιλογές αλλά και τη δράση. 

Χαρακτηρισιτκά τόνισε:

Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα μπορέσω να τηρήσω το χρόνο στο έπακρο, αλλά δεν θα κάνω μεγάλη κατάχρηση. Η ερώτηση έχει τέτοια σημασία και μέγεθος που το να αναλύσεις την Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας σε ένα τρίλεπτο, ασφαλώς είναι μια άσκηση που δεν βγαίνει. Θα προσπαθήσουμε όμως να πούμε κάποια βασικά σε αυτήν την πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και χρήσιμη λόγω της κρισιμότατης συγκυρίας ερώτησης του συναδέλφου.

Άρα, η πρώτη διαπίστωση που έχουμε να κάνουμε, είναι  από το ότι το χρόνο τον περιορισμένο που έχουμε στη διάθεσή μας κατά την παρούσα διαδικασία Κοινοβουλευτικού Ελέγχου, είναι πολύ δύσκολα -αν όχι αδύνατο- να παρασχεθούν όλες οι κρίσιμες και απαραίτητες πληροφορίες, δεδομένου ότι και κάποιες από αυτές, αρκετές δεν είναι  αποδεσμεύσιμες λόγω απορρήτου. Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση σε μία συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας στην οποία μετέχετε κύριε συνάδελφε, ώστε να αναπτυχθούν και οι απόψεις όλων των κομμάτων, όλων των πολιτικών δυνάμεων γι’ αυτό το θέμα.

Η άλλη διαπίστωση είναι ότι εφόσον λαμβάνουν χώρα ώρα με την ώρα οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία, καταλαβαίνετε ότι οι καταστάσεις είναι  ρευστές και αμετάβλητες, άρα οι αποφάσεις που λαμβάνονται είναι προσαρμοσμένες στην κατάσταση και στις εξελίξεις που επικρατούν στο πεδίο. Σε κάθε περίπτωση όμως, σε στρατηγικό επίπεδο κάποια δεδομένα υφίστανται. Άρα, ως προς την ουσία, έχουμε πει και πολλοί καταλαβαίνουν πλέον ότι η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αλλάζει τον κόσμο. Η συγκεκριμένη ενέργεια δεν έφερε απλά και μόνο τον πόλεμο στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Αποτελεί ασφαλώς κατάφορη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας, αποτελεί και ένα πολύ κρίσιμο, καίριο πλήγμα στην υφιστάμενη αρχιτεκτονική ασφαλείας του Ευρωπαϊκού χώρου.

Άρα σαφώς η Ελλάδα επηρεάζεται από την μεγάλη γεωπολιτική αστάθεια που έχει προκληθεί από αυτήν την εισβολή και ασφαλώς είναι  ορατός και ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης αυτής της αστάθειας ή ακόμα και εξάπλωσης της κρίσης στην ευρύτερη περιοχή. Την ίδια στιγμή, ασφαλώς και μας απασχολούν οι δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις που αναπόφευκτα θα επέλθουν λόγω το πολέμου. Είναι  ήδη ορατές στην τεράστια αύξηση των τιμών στην ενέργεια, αυξήσεις τιμών στο φυσικό αέριο και στο πετρέλαιο. Είναι κι ο Υπουργός Ενέργειας εδώ και παρακολουθεί. Είμαι σίγουρος ότι ανησυχεί και ασφαλώς αυτό το αναπόφευκτο οικονομικό κόστος εξαιτίας των κυρώσεων, είναι ένα κόστος που επηρεάζει και την Πατρίδα μας. Δεν επηρεάζει μόνο την Ρωσία κατά της οποίας έχουν επιβληθεί βαρύτερες οικονομικές κυρώσεις, αλλά επηρεάζει και όλη την Ευρώπη.

Εδώ όμως θεωρούμε ότι έπρεπε η χώρα να λάβει μια καθαρή θέση, διότι έχομε να κάνομε με πολεμική ενέργεια, εχθρική ενέργεια, εισβολή σε μία Ευρωπαϊκή χώρα στον 21ο αιώνα. Δεν υπήρχαν, δεν έχουν υπάρξει περιθώρια βολικών υπολογισμών με βάση τα καλά και συμφέροντα. Και η θέση νομίζω που εξέπεμψε η Ελληνική Κυβέρνηση κυρίως και πρωτίστως διά του Πρωθυπουργού ήταν καθαρή κι ήταν η σωστή θέση.

Όσον αφορά την Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας, ας δεχθούμε όλοι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτούργησε και ως αφύπνιση για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως δεν είναι στο περιθώριο η Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας. Αντίθετα έρχεται στο προσκήνιο και η Ευρώπη καλείται πλέον να σχεδιάσει και να υλοποιήσει με όρους θα έλεγα επείγοντος, αν όχι κατεπείγοντος την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνάς της. Στο πλαίσιο αυτό η χώρα μας συνεχίζει και συμμετέχει ενεργά στις διαδικασίες για την ενίσχυση της Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας με γνώμονα και σκοπό την επίτευξη ουσιαστικής στρατηγικής αυτονομίας της Ένωσης, που μπορεί πλέον ή θα μπορεί να λειτουργεί από εδώ κι εφεξής ως αξιόπιστος διεθνής παράγοντας ασφαλείας.

Υπάρχει η «Στρατηγική Πυξίδα» που είναι σε τελικό στάδιο επεξεργασίας όσον αφορά την καταγραφή σε ένα ενιαίο κείμενο του ευρύτερου περιβάλλοντος ασφαλείας, αλλά και όλων των απειλών ασφαλείας που αντιμετωπίζουν όλα τα Κράτη – Μέλη. Άρα το κάθε κράτος-μέλος έχει το δικό του περιβάλλον ασφαλείας, τις δικές του προκλήσεις ενδεχομένως κι απειλές. Όλες καταγράφονται στο κείμενο της «Στρατηγικής Πυξίδας» και ο νοών νοείτο.

Η Ελλάδα διά του Πρωθυπουργού και στον ανάλογο βαθμό και διά δικών μου δηλώσεων ή παρεμβάσεων στη διυπουργική της Ε.Ε. σε πάρα πολλές περιπτώσεις έχουμε υποστηρίξει τη στρατηγική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί η Ελλάδα ήταν και παραμένει πάντα πρωτοπόρος για την Ευρώπη της Άμυνας. Έχουμε υποστηρίξει ως χώρα ένθερμα όλες τις αμυντικές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η χώρα μας εξ αρχής έχει συμμετάσχει στις προπαρασκευαστικές διαδικασίες θεσμοθέτησης της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας όπως είπα, της PESCO, με σκοπό να ενταχθεί σε έναν πυρήνα πρωτοπόρων κρατών-μελών, τα οποία θα συνεργάζονται για την προώθηση του ρόλου της Ένωσης στον τομέα της Ασφάλειας και της Άμυνας.

Η PESCO είναι σημαντικό βήμα προς την ενίσχυση της κοινής μας αμυντικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα έχει πετύχει να συμπεριληφθούν στον κατάλογο PESCO, έξι δικά της προγράμματα που αφορούν στη θαλάσσια επιτήρηση και κυβερνοάμυνα, εκπαίδευση στον τομέα πληροφοριών και πτητικής κατάρτισης, καθώς και στην ανάπτυξη τη μελλοντική του ευρωπαϊκού άρματος μάχης. Ταυτόχρονα συμμετέχει ως μέλος σε άλλα δώδεκα προγράμματα άλλων Κρατών-Μελών και σε άλλα δεκαπέντε με καθεστώς παρατηρητή. Άρα είναι ενεργή και πραγματικά πρωτεύουσα θα έλεγα ως προς τη συμβολή της η συμμετοχή της χώρας στα προγράμματα PESCO.

Είναι γεγονός ότι η Ε.Ε. κρατά το κλειδί του προϋπολογισμού των χωρών όσον αφορά στις δαπάνες της Άμυνας. Είναι γεγονός ότι πλέον αναγνωρίζεται ότι έχουμε αναγκαστεί να ξοδεύουμε για την Άμυνά μας προκειμένου να προστατεύουμε και να υπερασπιζόμαστε τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι αυτό θεωρώ ότι αναγνωρίζεται πλέον και λόγω της κρίσης που έχει ξεσπάσει με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αντιλαμβάνεται όλη η Ευρωπαϊκή Ένωση, όλα τα Κράτη-Μέλη, ότι πρέπει να δαπανήσουν περισσότερα για τη συλλογική Άμυνα της Ευρώπης. Και πλέον αυτή η θέση ότι δαπανούμε, έχουμε αναγκαστεί να δαπανούμε πολλά, αλλά πρέπει να συνεχίσουμε να δαπανούμε και ίσως για κάποια Κράτη-Μέλη να δαπανήσουν περισσότερα, αποτελεί πλέον την κύρια θέση των περισσοτέρων Κρατών-Μελών.

Αρχίζει να αναπτύσσεται μια συζήτηση στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε επίπεδο ηγετών, αναπροσαρμογής ή μάλλον χαλάρωσης των δημοσιονομικών, αυστηρών δημοσιονομικών προϋπολογισμών των Κρατών-Μελών προκειμένου να εξαιρεθούν από αυτούς τους προϋπολογισμούς, από τα αυστηρά κριτήρια υπολογισμού, από την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, δαπάνες για την Άμυνα. Όπως καταλαβαίνετε δεν θα είναι μια εύκολη συζήτηση και δεν θα είναι όλοι σύμφωνοι. Το γεγονός όμως ότι σήμερα υπάρχει στο τραπέζι αυτή η συζήτηση, νομίζω καταδεικνύει το ό,τι η Ευρώπη αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να βρει τρόπους να δαπανά περισσότερα για την Άμυνά της.

Και για να αφήσω και κάποια για τη Δευτερολογία -κι ευχαριστώ για την ανοχή κύριε Πρόεδρε, όπως καταλαβαίνετε όμως το θέμα είναι τεράστιο που θέτει ο συνάδελφος- χαρακτηριστικό σημείο αυτής της αλλαγής στάσης είναι ότι αρκετά Κράτη-Μέλη με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία, η οποία μέχρι τώρα εξέφραζε συγκεκριμένες αντιρρήσεις όσον αφορά στις δαπάνες για την Άμυνα, έχουν κάνει μια πολύ εντυπωσιακή στροφή και δηλώνουν πλέον την πρόθεσή τους να αυξήσουν κατά πολύ ή εν πάση περιπτώσει να αυξήσουν τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς.

Οι εξελίξεις στην Ουκρανία αναδεικνύουν πλέον επιτακτικά την ανάγκη για ουσιαστική ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία όσον αφορά στη λήψη αποφάσεων, τις επιλογές αλλά και τη δράση. Ως Ευρωπαίοι, ως ευρωπαϊκά κράτη, πρέπει να αναλάβουμε μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλειά μας. Πρέπει να συνυπάρξουμε σε αυτό με το ΝΑΤΟ, διότι η στρατηγικά αυτόνομη Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να λειτουργεί όχι ανταγωνιστικά, αλλά συμπληρωματικά προς το ΝΑΤΟ και τις ανάγκες που το ΝΑΤΟ ως αμυντική συμμαχία με πλειονότητα των Ευρωπαϊκών κρατών ως συμμετέχοντα Κράτη-Μέλη καλύπτει.

Από εκεί και πέρα όμως η στρατηγική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα άλλο πράγμα. Κι εκτιμούμε ότι τώρα περισσότερο από ποτέ, είναι η ώρα να αναλάβουμε δράση και σε αυτή την κατεύθυνση θα κινηθούμε, γιατί αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία δεν είναι μόνο ένας πόλεμος, είναι μια απειλή όπως σας είπα στο σύστημα και στην αρχιτεκτονική της ασφάλειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρώπη τώρα πρέπει να αντιδράσει για να αποδείξει ότι εκτός από τεράστια παγκοσμίας εμβέλειας οικονομική δύναμη αποτελεί πλέον και υπολογίσιμη -με ό,τι αυτό συνεπάγεται- γεωπολιτική δύναμη. Και για να είσαι γεωπολιτική δύναμη σήμερα πρέπει να είσαι σε θέση να προβάλεις όπου και όταν απαιτείται την ανάλογη ισχύ και η ισχύς πολύ φοβούμαι, αυτό είναι αναπόφευκτο, αποδεικνύεται μέσα από την άμυνα που διασφαλίζεται από την Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας.

Είναι συζήτηση που ξεκινά τώρα, τώρα όμως εντείνεται και θεωρώ ότι τώρα πλέον θα οδηγήσει και σε συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Κατά την Δευτερολογία του, ο κ. Παναγιωτόπουλος επισήμανε:

Κάποτε, κάποιοι είπαν ότι εσείς έχετε τα ρολόγια, εμείς όμως έχουμε το χρόνο και τον εκμεταλλευόμαστε, πάλι σε μία πολεμική αναμέτρηση. Συμπληρώνω λοιπόν, εκτός από τα εργαλεία της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας που ανέπτυξα, που αυτό αναπτύσσεται κυρίως στο πεδίο της διευρωπαϊκής συνεργασίας Κρατών– Μελών, περισσότερο στον τομέα της βιομηχανικής συνεργασίας στον αμυντικό τομέα, και στο επίπεδο της εκπόνησης «Στρατηγικής Πυξίδας» που είναι  αν θέλετε η «Λευκή Βίβλος της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας», το κείμενο που θα καταγράφει όλες τις υπαρκτές προκλήσεις και απειλές ασφαλείας για όλα τα Κράτη–Μέλη.

Υπάρχουν και κάποια άλλα εργαλεία τα οποία εκπληρώνουν το δικό τους ρόλο στον τομέα της Ευρωπαϊκής Άμυνας. Είναι  το πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Βιομηχανικής Ανάπτυξης στον τομέα της Άμυνας, το λεγόμενο “EDIDP”, όπου κι εκεί η χώρα με πλεονέκτημα την τεχνογνωσία και τις υπάρχουσες υποδομές της, έχει προτείνει προγράμματα με γνώμονα την προστασία της Ε.Ε. και των πολιτών της, καθώς και την ενίσχυση των εθνικών δυνατοτήτων σε καίριους τομείς έναντι συμβατικών και μη απειλών. Έχει επιτύχει τη χρηματοδότηση η Ελλάδα  τεσσάρων προγραμμάτων κατά τον πρώτο κύκλο του EDIDP μέχρι το 2019 και τη χρηματοδότηση ενός άλλου προγράμματος κατά τον δεύτερο κύκλο του 2020 ως συντονίστρια χώρα.

Επίσης η χώρα συμμετέχει ενεργά στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, το EDF, τον διάδοχο μηχανισμό του EDIDP. Ήδη από τη φάση διαπραγματεύσεων για τη θέσπιση του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού Κανονισμού, όσο και από την εκπόνηση των προγραμμάτων εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο θα επιχειρήσει η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες, να αξιοποιήσει τις χρηματοδοτικές δυνατότητες του Ταμείου στη νέα προγραμματική περίοδο, καθώς και να δημιουργήσει ευκαιρίες για μακροπρόθεσμα οφέλη για Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας βέβαια.

Για το πρόγραμμα εργασίας το 2021, το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης έχει υποστηρίξει 24 προγράμματα, δεκατρία στον τομέα της Έρευνας και έντεκα στον τομέα της Ανάπτυξης. Πολλά απ’ αυτά αφορούσαν προτάσεις πολυετούς ανάπτυξης κάποιου συστήματος, όπως τεχνολογίες του Ευρωπαϊκού ελικοπτέρου επόμενης γενιάς, αλλά και το περίφημο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκή Κορβέτας εις το οποίο η Ελλάδα θέλει να είναι  συμπαραγωγός χώρα.

Για το πρόγραμμα εργασιών του 2022 η χώρα μας συντονίζει την ενότητα που αφορά στη δημιουργία Αερομεταφερόμενου Κέντρου Διοίκησης και Ελέγχου Ειδικών Δυνάμεων, ενώ συμμετέχει και σε προετοιμασία ενοτήτων άλλων προγραμμάτων, όπως το μεσαίο μεταγωγικό αεροσκάφος για το μέλλον.

Άρα, αυτά είναι χρήσιμα εργαλεία. Ασφαλώς το απαύγασμα -αν θέλετε- μίας ανανεωμένης και επικαιροποιημένης Κοινής Πολιτικής για την Ασφάλεια και Άμυνα, είναι  ο περίφημος Ευρωστρατός. Εκεί ασφαλώς και υπάρχουν πολλά βήματα που πρέπει να γίνουν, όμως κι εδώ ο Πρωθυπουργός -ξέρετε πολύ καλά τις συζητήσεις που είχε με τον Πρόεδρο Μακρόν και στο πλαίσιο της σύναψης συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας στον τομέα της άμυνας με τη Γαλλία- έχει υποστηρίξει την ανάγκη δημιουργίας του Ευρωστρατού. Κι όλα αυτά, οι διεθνείς αποστολές στις οποίες κατά καιρούς έχει συμμετάσχει ή έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον να συμμετάσχει η Ελλάδα υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα μπορούσαν να αποτελέσουν το πρόπλασμα του Ευρωστρατού, είτε ως Ευρωπαϊκή Στρατιωτική Δύναμη Ταχείας Επέμβασης, είτε ως ο,τιδήποτε άλλο. Πάντως νομίζω ότι η παρούσα συγκυρία καταδεικνύει την ανάγκη και προς αυτήν την κατεύθυνση, η Ευρώπη να σημειώσει γρήγορη πρόοδο.

Τέλος επαναλαμβάνω: «Στρατηγική Πυξίδα» με ορίζοντα έως το 2030. Μπορεί η «Στρατηγική Πυξίδα» να αποτελέσει το μέσο για τη δημιουργία κοινής στρατηγικής κουλτούρας αν λάβουμε υπόψη τις προκλήσεις ασφαλείας και τις απειλές που αντιμετωπίζουν όλα τα Κράτη-Μέλη.

Προς το σκοπό αυτό, αλλά και με την αφορμή του πολέμου στην Ουκρανία, η Κυβέρνηση έχει επεξεργαστεί στα δύο ΚΥΣΕΑ που έλαβαν χώρα στις 22 και 24 Φεβρουαρίου, εκτός από το ευρύ πλέγμα ζητημάτων της πολύ δύσκολης καθημερινότητας που μας απασχόλησε (ενεργειακά, προστασία ομογένειας που ζει στις περιοχές Οδησσού και Μαριούπολης που πλήττονται), τη στρατηγική και τις κινήσεις που πρέπει να ακολουθήσουμε ως χώρα, αλλά και ως κράτος-μέλος των Συμμαχιών στις οποίες ανήκουμε, δηλαδή του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί όταν ενήργησε η Ελλάδα και στο πλαίσιο αντιμετώπισης της Ουκρανικής κρίσης, δεν ενήργησε αυτόνομα ως Ελλάδα αλλά ως κράτος-μέλος συμμαχιών, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, και ως τέτοια ενήργησε. Συζητήσαμε κι όλα όσα πρέπει να κάνουμε αναφορικά με την κοινή Άμυνα και Ασφάλεια.

Τελικό ζητούμενο είναι η προσπάθεια, αναγκαία πλέον, η Ευρώπη να αυτονομηθεί στο επίπεδο της Ασφάλειας. Αυτά τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα αυτές τις ημέρες καταδεικνύουν πόσο επίκαιρο και πόσο επιβεβλημένο είναι να γίνει αυτό. Και η Ευρώπη, όπως σας είπα, να γίνει και γεωπολιτική δύναμη η οποία να μπορεί να προβάλει την ισχύ της όπου κι όποτε χρειάζεται αλλά κυρίως σε περιπτώσεις κρίσεων στο κατώφλι της Ευρώπης, όπως αυτή που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία. Και τελικά όλο αυτό, να γίνει προς τη διασφάλιση περισσότερης ασφάλειας, περισσότερης σιγουριάς, ασφαλώς ειρήνης και ευημερίας των πολιτών των Κρατών-Μελών της Ε.Ε.

Αυτός είναι ο σκοπός της Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας, η Ευρώπη να χειραφετηθεί, να αυτονομηθεί, να αφυπνιστεί από αυτά που συμβαίνουν και τελικά να μπορέσει να φροντίσει τους πολίτες της, αλλά και να είναι παγκοσμίως, σε παγκόσμια εμβέλεια, πάροχος ασφάλειας και σταθερότητας. Και νομίζω ότι αν δεν συμβεί αυτό τώρα πραγματικά, αν δεν λειτουργήσει αυτή η πολύ δυσάρεστη κατάσταση, ο πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος ως σημείο αφύπνισης νομίζω ότι δεν θα γίνει αυτό ποτέ.

Τώρα όμως και οι ενδείξεις δείχνουν ότι κινείται η Ευρώπη προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η ώρα και νομίζω ότι οι επόμενοι μήνες, το αμέσως επόμενο διάστημα, θα είναι πολύ ενδιαφέρον όσον αφορά στις πρωτοβουλίες πλέον προς την τελική κατεύθυνση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι μια συζήτηση που πρέπει και εμείς -και κλείνω εδώ πέρα και ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε για την ανοχή- να αναπτύξουμε και στο υψηλότατο δυνατό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο της ειδικής προς τούτα τα θέματα Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας.